Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωσφορικός -ή -ό [fosforikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο φώσφορο, που το περιέχει: Φωσφορικά άλατα / λιπάσματα.
[λόγ. < γαλλ. phosphorique < phosphor(e) = φωσφόρ(ος) -ique = -ικός]