Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωσφοριζέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωσφοριζέ [fosforizé] Ε (άκλ.) : (για ρούχο, αντικείμενο κτλ.) που φωσφορίζει: Πουκάμισο / ρολόι ~.

[λόγ. < γαλλ. phosphorisé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες