Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωσφορίζων
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωσφορίζων -ουσα -ον [fosforízon] Ε12 : που φωσφορίζει: Φωσφορίζοντες οργανισμοί. Φωσφορίζοντα ρολόγια / όργανα / ρούχα.

[λόγ. μεε. του φωσφορίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες