Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωνολογικός -ή -ό [fonolojikós] Ε1 : (γλωσσ.) που αφορά τη φωνολογία, που ανήκει, που βασίζεται σε αυτήν ή που γίνεται με τη βοήθειά της: Φωνολογική μονάδα / ανάλυση. Φωνολογικοί κανόνες / νόμοι. Φωνολογικό σύστημα.
[λόγ. < γαλλ. phonologique < phonolog(ie) = φωνολογ(ία) -ique = -ικός]