Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωνητική η [fonitikí] Ο29 : I. (γλωσσ.) κλάδος της γλωσσολογίας που εξετάζει το είδος, την παραγωγή και τη χρήση των γλωσσικών φθόγγων στην επικοινωνία καθώς και τις ακουστικές και αρθρωτικές τους ιδιότητες: Aρθρωτική / ακουστική ~. II. η καλλιέργεια της φωνής: Aσκήσεις φωνητικής.
[λόγ. < γαλλ. phonétique ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. phonétique = φωνητικός]