Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωναχτός -ή -ό [fonaxtós] Ε1 : που γίνεται με δυνατή φωνή: Φωναχτό διάβασμα. || (επέκτ.) που είναι φανερός, αποκαλυπτικός.
φωναχτά ΕΠIΡΡ με δυνατή φωνή: Διαβάζει ~. [φωνακ- (φωνάζω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]