Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωνασκώ [fonaskó] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μιλώ, συζητώ με ενοχλητικά δυνατή φωνή: Διαπληκτίζονται και φωνασκούν.
[λόγ. < αρχ. φωνασκῶ `ασκούμαι στην απαγγελία΄]