Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωνήεν το [foníen] Ο γεν. φωνήεντος, πληθ. φωνήεντα, γεν. φωνηέντων : (γραμμ.) φθόγγος που, κατά την άρθρωσή του, η αναπνοή βγαίνει σχετικά ανεμπόδιστα, που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του και να αποτελέσει συλλαβή: Mακρά / βραχέα / δίχρονα φωνήεντα. || γράμμα το οποίο συμβολίζει φωνήεν: Tα φωνήεντα της ελληνικής γλώσσας είναι εφτά και τα σύμφωνα δεκαεφτά.
[λόγ. εν. < αρχ. τά φωνήεντα ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. φωνήεις `που διαθέτει ομιλία΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωνηεντικός -ή -ό [foniendikós] Ε1 : (γραμμ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε φωνήεν: Φωνηεντικό σύστημα. Λέξη με φωνηεντικό χαρακτήρα.
[λόγ. φωνηεντ- (φωνήεν) -ικός μτφρδ. γαλλ. vocalique]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωνηεντόληκτος -η -ο [foniendóliktos] Ε5 : (γραμμ.) για λέξη που το θέμα της καταλήγει σε φωνήεν. ANT συμφωνόληκτος: Φωνηεντόληκτα ρήματα / ονόματα, με χαρακτήρα φωνήεν.
[λόγ. φωνηεντ- (φωνήεν) -ο- + ληκ- (λήγω) -τος]