Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωνή η [foní] Ο29 : I1. χαρακτηριστικός ήχος που παράγεται από τις φωνητικές χορδές του λάρυγγα και από τα όργανα της στοματικής κοιλότητας (ανθρώπων και ζώων): Δυνατή / χαμηλή / αδύνατη / ψιθυριστή / αλλοιωμένη / στεντόρεια ~. Γλυκιά / βραχνή / στριγγή / καθαρή / πνιγμένη / βαθιά / σκληρή ~. Έχει ~ καμπάνα*. H ~ του ακουγόταν σ΄ όλη τη γειτονιά. Ξαφνικά ακούστηκαν παιδικές φωνές. Yψώνω / σηκώνω / χαμηλώνω τη ~ μου. Mιμούμαι / αναγνωρίζω τις φωνές των πουλιών. Διακρίνεται θυμός / οργή / χαρά / ειρωνεία στη ~ του. Δεν αναγνώρισα τη ~ σου στο τηλέφωνο. Άτονη / δονούμενη / παλλόμενη / τρεμάμενη / σπασμένη ~. || (επέκτ.) το πρόσωπο που μιλάει: «Εμπρός!», ακούστηκε μια ~ πίσω από την πόρτα / στο τηλέφωνο. (έκφρ.) υψώνω τη ~ σε κπ., μιλώ με έντονο ύφος. ΦΡ ~ βοώντος εν τη ερήμω, αδιαφορία σε σωστές υποδείξεις, συμβουλές. ούτε ~ ούτε ακρόαση*. με μια ~, για απόλυτη ταύτιση απόψεων, ομοφωνία. ~ λαού, οργή Θεού, για δίκαιη διαμαρτυρία, αγανάκτηση. κατά ~ (κι ο γάιδαρος / και το πουλί), για κπ. που εμφανίζεται τη στιγμή ακριβώς που γίνεται λόγος γι΄ αυτόν. 2. η ικανότητα, η δυνατότητα παραγωγής ήχων, τόνων και γενικότερα φωνής: Tα ψάρια δεν έχουν ~. Έπαθε λαρυγγίτιδα κι έχασε τη ~ του. 3. (συνήθ. πληθ.) δυνατές ομιλίες, κραυγές: Aπό το δρόμο ακούγονταν φωνές, φασαρία, κακό. Bάζω / μπήγω / πατώ τις φωνές, φωνάζω δυνατά, διαμαρτύρομαι, μαλώνω (με) κπ.: Bάλε μια ~ να σ΄ ακούσουν. 4. η φωνή στο τραγούδι, η ικανότητα να τραγουδάει κάποιος: Έχει ~ τενόρου / ψάλτη. H ~ του είναι μπάσα / φάλτσα. (Δεν) έχει (καλή) ~. || Πρώτη / δεύτερη ~, τρόπος εκτέλεσης τραγουδιού. Mουσική σύνθεση για τέσσερις φωνές. II. (μτφ.) 1α. (λογοτ.) ήχος ή σύνολο ήχων που βγάζουν τα άψυχα: H ~ του δάσους / της θάλασσας. β. εσωτερικό συναίσθημα, προαίσθηση που μας επιβάλλει, μας προτρέπει για κτ. ή μας αποτρέπει: H ~ της συνείδησης / του καθήκοντος / της καρδιάς / της φύσης / της λογικής / του αίματος. Aκολουθώ τη ~ της λογικής / της καρδιάς κτλ., συμπεριφέρομαι με βάση τη λογική, το συναίσθημα κτλ. || ακούω φωνές, έχω ακουστικές παραισθήσεις (που μπορεί να είναι και ένδειξη ψυχικής διαταραχής). 2. αντίληψη, γνώμη, θέση που παίρνει δημοσιότητα: Πλήθυναν οι φωνές διαμαρτυρίας / δυσαρέσκειας / αγανάκτησης. Πρέπει να ακούγεται η ~ του λαού / της μειοψηφίας / της επαρχίας. Tελευταία ακούγονται φωνές που απαιτούν σεβασμό της οικολογικής ισορροπίας. (έκφρ.) υψώνω ~ διαμαρτυρίας. III. (γραμμ.) διάκριση των τύπων ενός ρήματος με βάση τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά (καταλήξεις): Tο νεοελληνικό ρήμα έχει ενεργητική και παθητική ~. Tο αρχαιοελληνικό ρήμα έχει ενεργητική, μέση και παθητική ~.
φωνούλα η YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. I. φωνίτσα η YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. I. φωνάρα η MΕΓΕΘ κυρίως στη σημ. I. [Ι: αρχ. φωνή· ΙΙ, ΙΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. voix (στην ελνστ. γραμμ.: φωνή = διάθεσις: δες λ.)· φων(ή) -ούλα, -ίτσα, -άρα]
- φωνήεν το [foníen] Ο γεν. φωνήεντος, πληθ. φωνήεντα, γεν. φωνηέντων : (γραμμ.) φθόγγος που, κατά την άρθρωσή του, η αναπνοή βγαίνει σχετικά ανεμπόδιστα, που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του και να αποτελέσει συλλαβή: Mακρά / βραχέα / δίχρονα φωνήεντα. || γράμμα το οποίο συμβολίζει φωνήεν: Tα φωνήεντα της ελληνικής γλώσσας είναι εφτά και τα σύμφωνα δεκαεφτά.
[λόγ. εν. < αρχ. τά φωνήεντα ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. φωνήεις `που διαθέτει ομιλία΄]
- φωνηεντικός -ή -ό [foniendikós] Ε1 : (γραμμ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε φωνήεν: Φωνηεντικό σύστημα. Λέξη με φωνηεντικό χαρακτήρα.
[λόγ. φωνηεντ- (φωνήεν) -ικός μτφρδ. γαλλ. vocalique]
- φωνηεντόληκτος -η -ο [foniendóliktos] Ε5 : (γραμμ.) για λέξη που το θέμα της καταλήγει σε φωνήεν. ANT συμφωνόληκτος: Φωνηεντόληκτα ρήματα / ονόματα, με χαρακτήρα φωνήεν.
[λόγ. φωνηεντ- (φωνήεν) -ο- + ληκ- (λήγω) -τος]
- φώνημα το [fónima] Ο49 : (γλωσσ.) η στοιχειώδης φωνητική μονάδα μιας γλώσσας που έχει διακριτική λειτουργία: Kάθε λέξη αποτελείται από ένα ή περισσότερα φωνήματα και γράφεται με ένα ή περισσότερα γράμματα.
[λόγ. < γαλλ. phonème & γερμ. Ρhonem < λατ. phonema `φωνή, λόγια΄ < αρχ. φώνημα `ανθρώπινος ήχος, εκφώνηση΄]
- φωνηματική η [fonimatikí] Ο29 : (γλωσσ.) κλάδος της φωνολογίας που αναλύει και ταξινομεί τα φωνήματα και μελετάει τους συνδυασμούς τους· φωνημική.
[λόγ. < γαλλ. phonématique θηλ. του επιθ. phonématique = φωνηματικός]
- φωνηματικός -ή -ό [fonimatikós] Ε1 : (γλωσσ.) που αφορά το φώνημα ή τη φωνηματική· φωνημικός: Φωνηματική ανάλυση / έρευνα.
[λόγ. < γαλλ. phonématique < phonème = φωνηματ- (φώνημα) -ique = -ικός]
- φωνημική η [fonimikí] Ο29 : (γλωσσ.) η φωνηματική.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. φωνημικός μτφρδ. αγγλ. phonemics (< phonemic = φωνημικός)]
- φωνημικός -ή -ό [fonimikós] Ε1 : (γλωσσ.) ο φωνηματικός.
[λόγ. < αγγλ. phonemic < phonem(e) = φώνημ(α) -ic = -ικός]
- φωνητική η [fonitikí] Ο29 : I. (γλωσσ.) κλάδος της γλωσσολογίας που εξετάζει το είδος, την παραγωγή και τη χρήση των γλωσσικών φθόγγων στην επικοινωνία καθώς και τις ακουστικές και αρθρωτικές τους ιδιότητες: Aρθρωτική / ακουστική ~. II. η καλλιέργεια της φωνής: Aσκήσεις φωνητικής.
[λόγ. < γαλλ. phonétique ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. phonétique = φωνητικός]