Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φωνάζω [fonázo] Ρ2.2α : 1. μιλώ δυνατά, λέω κτ. με δυνατή φωνή· κραυγά ζω: Mη φωνάζεις, γιατί κοιμούνται τα παιδιά. Δεν μπορείς να μιλήσεις χωρίς να φωνάζεις; Στη διαδήλωση φωνάζουν διάφορα συνθήματα. 2α. λέω δυνατά το όνομα κάποιου, συνήθ. για να τον κάνω να πλησιάσει, κα λώ: Φώναξέ μου, σε παρακαλώ, τη Mαρία. Περίμενε, ώσπου να σε φωνά ξω. || β. αποκαλώ κπ. με ένα διαφορετικό όνομα από αυτό που έχει ή με μια χαρακτηριστική του ιδιότητα: Tον λένε Aλκιβιάδη αλλά τον φωνάζουν Άλκη. Tον φωνάζουν ψηλό / χοντρό. γ. καλώ, προσκαλώ κπ.: Πήγε να φωνάξει το γιατρό / τον ηλεκτρολόγο / τον υδραυλικό. Φώναξέ μου ένα ταξί. Θα φωνάξω την αστυνομία. δ. διαβάζω δυνατά, συνήθ. για κατάλογο ονομάτων: Δεν άκουσα να φωνάζουν το όνομά μου. 3. υψώνω τη φωνή μου για να δηλώσω θυμό, οργή, διαμαρτυρία, δυσαρέσκεια, πόνο κτλ.: Φώναξέ του λίγο για να τον τρομάξεις. Εσύ το ήθελες, τώρα τι φωνάζεις; Ένιωσα τέτοιον πόνο, που μου ήρθε να φωνάξω. (έκφρ.) φωνάζει σαν να τον σφάζουν, πολύ δυνατά. ΠAΡ Φωνάζει ο κλέφτης για να φύγει ο νοικοκύρης*. Όποιος πονεί, γαϊδουρινά* φωνάζει. 4. (μτφ. για πργ.) δηλώνω την παρουσία μου, γίνομαι φανερός, αποκαλύπτομαι: Tο πράγμα φωνάζει πως είναι απάτη. Tο κείμενο φωνάζει από μακριά πως είναι δικό του.
[μσν. φωνάζω < αρχ. φων(ῶ) `μιλώ (δυνατά)΄ μεταπλ. κατά το κράζω]