Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυτώριο το [fitório] Ο42 : 1. έκταση γης κατάλληλη για την καλλιέργεια και την ανάπτυξη φυτών που προορίζονται για μεταφύτευση. 2. (μτφ.) περιβάλλον (συνήθ. θεσμοθετημένο), όπου γίνεται η προετοιμασία ή παρέχεται η κατάρτιση σε νέους κυρίως ανθρώπους για συγκεκριμένο σκοπό ή κατεύθυνση (επάγγελμα, τέχνη κτλ.): H Σχολή Kαλών Tεχνών αποτελεί το ~ νέων καλλιτεχνών. Tα εφηβικά τμήματα των συλλόγων είναι το ~ νέων αθλητών.
[λόγ.: 1: ελνστ. φυτώριον· 2: σημδ. αγγλ. seminary]