Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυτόχωμα το [fitóxoma] Ο49 : χώμα που σχηματίζεται από την αποσύνθεση φυτικών και ζωικών ουσιών και που, ανακατεμένο με κοινό χώμα, χρησιμοποιείται για λίπασμα σε φυτά.
[λόγ. φυτο- + χώμα]