Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυτό το [fitó] Ο38 : 1. (και βιολ.) κάθε ζωντανός οργανισμός που κατά κανόνα φυτρώνει στο έδαφος, αποτελείται από ρίζες, βλαστό και φύλλα και τρέφεται γενικά με ανόργανες ουσίες τις οποίες μετατρέπει σε οργανικές με τη βοήθεια φωτεινής (ηλιακής) ή χημικής ενέργειας· τα φυτά αποτελούν μία από τις πέντε κατηγορίες στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα· (πρβ. ζώο): Σπάνιο / τροπικό / υδρόβιο / υδροχαρές / σαρκοφάγο / άγριο / καλλιεργούμενο / αρωματικό / φαρμακευτικό ~. Tο ~ φυτρώνει / ανθίζει / λουλουδίζει / καρποφορεί. Ποτίζω / καλλιεργώ / κλαδεύω / μπολιάζω / περιποιούμαι ένα ~. Tα φυτοφάγα ζώα τρέφονται με φυτά. Tο βασίλειο των φυτών. 2. (μτφ.) α. για πρόσωπο που έχει νεκρωθεί το νευρικό του σύστημα: Mετά το δυστύχημα έχασε κάθε επαφή με το περιβάλλον κι έμεινε ~. β. για υπερβολικά μελετηρό μαθητή, σπουδαστή ή φοιτητή. γ. για πολύ βλάκα, ανεγκέφαλο άνθρωπο.
[αρχ. φυτόν]
- φυτο- [fito] & φυτό- [fitó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στη λέξη φυτό: ~βιολογία, ~παθολογία, ~χημεία· ~παράσιτο, φυτόψειρα· ~φάρμακο. || με αναφορά στα φυτικά προϊόντα, βότανα που χρησιμοποιούνται ως φάρμακα ή καλλυντικά: ~θεραπεία· ~θεραπευτικός.
[λόγ. < αρχ. φυτο- θ. του ουσ. φυτό(ν) ως α' συνθ.: αρχ. φυτο-σπόρος `φυτευτής΄ & διεθ. phyto- < αρχ. φυτο-: φυτο-λογία < γαλλ. phytologie]
- φυτοζωώ [fitozoó] Ρ10.9α : 1. ζω στερημένα, με ελάχιστα οικονομικά μέ σα: Mε το μισθό που παίρνει, η οικογένειά του φυτοζωεί. 2. (μτφ.) α. υπάρ χω υποτυπωδώς, σε πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης: Οι τέχνες και τα γράμματα φυτοζωούν. β. βρίσκομαι σε κατάσταση μαρασμού, παρακμής, σε φθίνουσα πορεία: Mε την εξάπλωση της τηλεόρασης και του βίντεο ο κινηματογράφος φυτοζωεί.
[λόγ. φυτο- + -ζωώ κατά το ελνστ. εὐζωῶ `ζω καλά΄ απόδ. γαλλ. végéter]
- φυτολογία η [fitolojía] Ο25 : η βοτανική. || το αντίστοιχο σχολικό μάθημα και το βιβλίο.
[λόγ. < γαλλ. phytologie < phyto- = φυτο- + -logie = -λογία]
- φυτολογικός -ή -ό [fitolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυτολογία, στη βοτανική.
[λόγ. < γαλλ. phytologique < phytolog(ie) = φυτολογ(ία) -ique = -ικός]
- φυτολόγιο το [fitolójio] Ο40 : η συλλογή και η διατήρηση αποξηραμένων φυτών ή τμημάτων τους. || το αντίστοιχο μαθητικό τετράδιο ή άλμπουμ.
[λόγ. φυτο- + -λόγιον απόδ. γαλλ. herbier]
- φυτοπαθολογία η [fitopaθolojía] Ο25 : επιστημονικός κλάδος που μελετάει τις ασθένειες των φυτών.
[λόγ. < γαλλ. phytopathologie < phyto- = φυτο- + pathologie = παθολογία]
- φυτοπλαγκτόν το [fitoplaŋgtón] Ο γεν. φυτοπλαγκτού (χωρίς πληθ.) : πλαγκτόν που αποτελείται από μικροσκοπικούς φυτικούς οργανισμούς (σε αντιδιαστολή προς το ζωοπλαγκτόν): Tα μολυσμένα νερά της Mεσογείου σκοτώνουν το ~ που βρίσκεται στο βυθό της.
[λόγ. < γαλλ. phytoplancton < phyto- = φυτο- + plancton = πλαγκτόν]
- φυτορμόνη η [fitormóni] Ο30 (συνήθ. πληθ.) : γενική ονομασία για τις φυτικές ορμόνες.
[λόγ. εν. < αγγλ. phytohormones < phyto- = φυτ(ο)- + hormones = ορμόνες]
- φυτοφάγος -α / -ος -ο [fitofáγos] Ε14 : (για ζώο) που τρέφεται μόνο με φυτικές ουσίες· (πρβ. σαρκοφάγος): Ο ελέφαντας είναι φυτοφάγο ζώο. Ο άνθρωπος είναι ~ και σαρκοφάγος. || (ως ουσ.) τα φυτοφάγα.
[λόγ. < γαλλ. phytophage < phyto- = φυτο- + -phage = -φάγος]