Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυτεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυτεύω [fitévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. βάζω σπόρο ή ρίζα νεαρού φυτού μέσα στο έδαφος, σε χώμα, για να αναπτυχθεί: ~ τριανταφυλλιές / πορτοκαλιές / πατάτες / ντομάτες. Aποφασίστηκε να φυτευτούν νέα δέντρα στη θέση των καμένων. Άρχισαν την αναδάσωση και πρώτος ο δήμαρχος φύτεψε ένα δέντρο. β. καλύπτω μια έκταση με φυτά: H πλαγιά είναι φυτεμένη με ελιές. Mην πατάς το χωράφι, γιατί είναι φυτεμένο. 2. (μτφ.) μπή γω, χώνω κτ. βαθιά: Aυτοκτόνησε φυτεύοντας μια σφαίρα στο κεφάλι του. 3. (προφ., λαϊκ.) θάβω.

[αρχ. φυτεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες