Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυσιοκράτης ο [fisiokrátis] Ο10 : 1. οπαδός της φυσιοκρατίας. 2. (πληθ.) οικονομολόγοι, οπαδοί της οικονομικής θεωρίας που θεωρούσε ως κύρια πηγή του πλούτου τη γεωργία.
[λόγ. < γαλλ. physiocrate < phy sio(cra tie) = φυσιο(κρατία) -crate = -κράτης]