Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυσιοθεραπεία η [fisioθerapía] & φυσικοθεραπεία η [fisikoθerapía] Ο25 : θεραπευτική μέθοδος για ορισμένες ασθένειες ή κακώσεις, που βασίζεται σε φυσικά μέσα και γνώσεις (νερό, θερμότητα, φως, ηλεκτρισμό, αέρα κτλ.): Kάνω ~ για το αυχενικό μου σύνδρομο. || (προφ.) καθεμιά από τις επισκέψεις σε φυσιοθεραπευτή: Ο γιατρός μού έγραψε δέκα φυσιοθεραπείες.
[λόγ. < γαλλ. physiothérapie & αγγλ. physiotherapy < physio- = φυσιο- + -thérapie, -therapy = -θεραπεία· φυσικο-: κατά το φυσικόςI2]