Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυσιογνωμιστής ο [fisioγnomistís] Ο7 θηλ. φυσιογνωμίστρια [fisioγno místria] Ο27 : αυτός που ασχολείται (επιστημονικά) με τη φυσιογνωμική· γνώστης, ερευνητής των φυσιογνωμιών.
[λόγ. φυσιογνωμ(ία) -ιστής μτφρδ. γαλλ. physionomiste < physionom(ie) = φυσιογνωμ(ία) -iste = -ιστής· λόγ. φυσιογνωμισ(τής) -τρια]