Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυσιογνωμία η [fisioγnomía] Ο25 : 1. το σύνολο (κυρ. των εξωτερικών, των μορφικών) χαρακτηριστικών προσώπου ή πράγματος· μορφή, όψη, εμφάνιση: Γνωστή / άγνωστη / συμπαθητική / αντιπαθητική ~. Tα κόμματα πριν από τις εκλογές προσπαθούν να κάνουν ελκυστική τη ~ τους. Mε την ανοικοδόμηση άλλαξε τελείως η ~ της περιοχής. Iδεολογική / πολιτική ~ ενός κόμματος, το σύνολο των ιδεολογικοπολιτικών χαρακτηριστικών. 2. σημαντική, εξέχουσα προσωπικότητα: Είναι ~ στο χώρο της πολιτικής / της επιστήμης. Εθνική / ευρωπαϊκή ~. Yπήρξε μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες όλων των εποχών.
[λόγ. < αρχ. φυσιογνωμία `μελέτη της φύσης΄ σημδ. γαλλ. physionomie < υστλατ. physiognomia απλολ. του αρχ. φυσιογνωμονία `η τέχνη εξαγωγής συμπερασμάτων για το χαρακτήρα από τα χαρακτηριστικά του προσώπου΄]