Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυσιγγιοθήκη η [fisingioθí
i] Ο30 : φορητή θήκη για φυσίγγια σε μορφή κουτιού ή ζώνης με κατάλληλες υποδοχές, που φοριέται από στρατιώτες ή από κυνηγούς. [λόγ. φυσίγγι(ον) -ο- + -θήκη]