Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυσητός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυσητός -ή -ό [fisitós] Ε1 : που τον κατασκεύασαν, που τον επεξεργάστηκαν με φύσημα2: Φυσητό γυαλί.

[ελνστ. φυσητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες