Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυσερό το [fiseró] Ο38 : 1α. συσκευή (συνήθ. με ασκό και στενό στόμιο) που φυσάει αέρα· φυσούνα: Tο ~ του σιδερά / του γύφτου. β. συσκευή για το φύσημα αέρα σε καμίνια μεταλλοτεχνίας, σε χυτήρια κτλ., φυσού να. 2. (προφ.) βεντάλια.
[φυσ(ώ) -ερό]