Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυσαλίδα η [fisalíδa] Ο26 : 1. μικρή ποσότητα αέρα ή αερίου μέσα σε νερό ή σε άλλο υγρό, που με τη μορφή σφαιριδίου ανεβαίνει προς την επιφάνεια· φούσκα, μπουρμπουλήθρα. 2. (ιατρ.) κύστη γεμάτη διαυγές υγρό, που σχηματίζεται επάνω στο δέρμα από έγκαυμα ή από κάποια (δερματική) ασθένεια· φουσκάλα, φλύκταινα.
[λόγ. < ελνστ. φυσαλλίς, αιτ. -ίδα (& γραφή φυσαλίς), αρχ. σημ.: `είδος φλογέρας΄]