Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυματικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυματικός -ή -ό [fimatikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στη φυματίωση. || (ως ουσ.) ο φυματικός, αυτός που πάσχει από φυματίωση, ο φθισικός. 2. (μτφ.) καχεκτικός, αρρωστιάρικος: Φυματικά δεντράκια / φυτά.

[λόγ. φυματ(ίωσις) -ικός μτφρδ. γαλλ. tuberculeux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες