Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυμάτιο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυμάτιο το [fimátio] Ο40 : (ιατρ.) βλάβη σε ιστούς και όργανα ενός οργανισμού που προκαλείται από τη φυματίωση.

[λόγ. < αρχ. φυμάτιον `μικρό εξόγκωμα΄ σημδ. αγγλ. tubercle bacillus]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυματιολογία η [fimatiolojíα] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη και τη θεραπεία της φυματίωσης.

[λόγ. φυματί(ωσις) -ο- + -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυματιολογικός -ή -ό [fimatiolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φυματιολογία ή στο φυματιολόγο: Φυματιολογικό συνέδριο.

[λόγ. φυματιολογ(ία), φυματιολόγ(ος) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυματιολόγος ο [fimatiolóγos] Ο18 θηλ. φυματιολόγος [fimatiolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην ασθένεια της φυματίωσης.

[λόγ. φυματί(ωσις) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες