Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυλογενετικός -ή -ό [filojenetikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φυλογένε ση.
φυλογενετικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. phylogénétique < phylogénè(se) = φυλογένε(σις) -tique = -τικός]