Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυλλοξήρα η [filoksíra] & φυλλοξέρα η [filokséra] Ο25 : 1. μικρό έντομο που ζει παρασιτικά σε διάφορα φυτά και κυρίως στα αμπέλια. 2. η ασθένεια που προκαλεί αυτό το έντομο κυρίως στα αμπέλια.
[λόγ. < νλατ. phylloxera < αρχ. φύλλο(ν) + ξηρ(ός) -α· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το ξηρός > ξερός]