Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυλετικός -ή -ό [filetikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φυλή ή σε σχέσεις μεταξύ φυλών: Φυλετικά χαρακτηριστικά. Φυλετικές ομάδες / μειονότητες. Οι έγχρωμοι γίνονται συχνά αντικείμενο φυλετικών διακρίσεων. Φυλετικό μίσος.
φυλετικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. φυλετικός `που ανήκει στην ίδια φυλή΄ (δες λ.) σημδ. γαλλ. & αγγλ. racial]