Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυλαχτό το [filaxtó] & φυλακτό το [filaktó] Ο38 : 1. αντικείμενο που πιστεύεται ότι προστατεύει τον κάτοχό του από μάτιασμα, κινδύνους, δεινά, συμφορές: Είχε κρεμάσει στο λαιμό του μια χάντρα / ένα κομμάτι τίμιο ξύλο για ~. 2. (μτφ.) κάτι που είναι πολύτιμο για τον κάτοχό του, επειδή τον προστατεύει, τον ενισχύει ψυχικά, ηθικά: Tα λόγια του / οι συμβουλές του / οι ευχές του είναι ~ για μένα.
[μσν. φυλακτόν με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt], ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. φυλακτός `που μπορεί να διατηρηθεί΄ (η σημερ. ενεργ. σημ. μσν.)· λόγ. επίδρ. με ανατροπή του κανόνα της ανομ. τρόπου άρθρ.]