Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυλακίζω [filakízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κλείνω, βάζω κπ. σε φυλακή: Tον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Έγινε διαμαρτυρία για να απελευθερωθούν οι φυλακισμένοι συνδικαλιστές. || (μππ. και ως ουσ.): Περνώντας έβλεπα τους φυλακισμένους πίσω από τα κάγκελα. 2. περιορίζω κπ. σε ένα χώρο, στερώ από κπ. την προσωπική του ελευθερία (και κυρ. τη δυνατότητα να κινείται ελεύθερα): Φυλάκισε τη γυναίκα του μέσα στο σπίτι κι αυτός γυρνούσε όπου ήθελε. Γιατί να φυλακίζουν τα καημένα τα πουλάκια μέσα στα κλουβιά! 3. τιμωρώ με φυλάκιση κπ.: Tον φυλάκισαν για σωρεία αδικημάτων.
[λόγ. < ελνστ. φυλακίζω]