Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυλάω [filáo] & -ώ Ρ10.6α & φυλάγω [filáγo] -ομαι Ρ3 : 1. αναλαμβάνω να επιτηρώ, να προσέχω κπ. ή κτ. για να μη (δια)φύγει ή να μην πάθει κτ. κακό: Ήταν τσομπάνος και φύλαγε πρόβατα. Ο δεσμοφύλακας φυλάει τους κρατουμένους. Ο σκύλος φυλάει το σπίτι. Tα σύνορα φυλάγονται αυστηρά. || ~ σκοπός / σκοπιά, εκτελώ υπηρεσία ως σκοπός. ΦΡ ~ Θερμοπύλες*. ~ τσίλιες*. 2. προφυλάγω, προστατεύω κπ. ή κτ. από κίνδυνο, απειλή: Οι ένοπλες δυνάμεις έχουν καθήκον να φυλάγουν τα σύνορα από κάθε εξωτερική απειλή. Ο Θεός να σε φυλάει από κακό άνθρωπο. Ο Θεός μάς φύλαξε και δε χαθήκαμε. (ευχές) ο Θεός να φυλάει ή Θεός φυλάξει! ή Θεέ μου / Παναγία μου / Xριστέ μου φύλαγε!, επίκληση της θεϊ κής προστασίας. Aυτός ο άνθρωπος είναι, Θεέ μου φύλαγε!, κακός, επικίνδυνος άνθρωπος. || Mυστικό καλά φυλαγμένο, προφυλαγμένο, ώστε να μην αποκαλυφθεί. ΠAΡ έκφρ. έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβα τα*. ΠAΡ Ο φόβος* φυλάει τα έρημα / έρμα. 3α. φροντίζω, συντηρώ κτ., ώστε να μη φθείρεται, να μην καταστρέφεται, να μη χάνεται· διατηρώ κτ. σε καλή κατάσταση: Aναλαμβάνουμε να καθαρίσουμε και να φυλάξουμε τις κουβέρτες και τα χαλιά σας. Tα πολύτιμα έγγραφα φυλάσσονται σε χρηματοκιβώτιο. Φύλαξέ μου την τσάντα μου και θα την πάρω όταν επιστρέψω. (έκφρ.) (του) το ΄χε φυλάξει / φυλαγμένο, για προσβολή, εχθρική ενέργεια κτλ. που, αυτός που την υφίσταται, δεν την ξεχνάει αλλά την ανταποδίδει, όταν μπορέσει. ΠAΡ Φύλαγε τα ρούχα σου να ΄χεις τα μισά / όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά, όποιος παίρνει προφυλάξεις, δεν τα χάνει όλα. β. αποταμιεύω, βάζω στην άκρη, κρατώ: Φύλαξε τις οικονομίες σου για μια δύσκολη ώρα. Σου φύλαξα ένα κομμάτι γλυκό. γ. τηρώ, κρατώ: Δε φύλαξε τον όρκο του. 4. (παθ.) προσέχω, φροντίζω να μην πάθω κτ., προφυλάγομαι (από ενδεχόμενους κινδύνους, απειλές): Nα φυλάγεσαι από τα ρεύματα και την υγρασία. Φυλάξου!, πρόσεχε, πρόσεξε! Φυλάγεται από εχθρούς και φίλους. Δε φυλάχτηκε κι αρρώστη σε. || παίρνω μέτρα, εφαρμόζω μεθόδους αντισύλληψης: Δε φυλάχτηκε, κι έμεινε έγκυος. 5. (λαϊκότρ.) παραφυλάγω. 6. (προφ.) τα ~, στο παιδικό παιχνίδι «κρυφτό», κλείνω τα μάτια μου, ώσπου να κρυφτούν οι άλλοι συμπαίκτες.
[μσν. φυλάγω με αποβ. του μεσοφ. [γ] · μσν. φυλάγω < αρχ. φυλάσσω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. φυλαξ- κατά το σχ.: ανοιξ- (άνοιξα) - ανοίγω]