Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυλάκιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυλάκιση η [filákisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φυλακίζω, το κλείσιμο σε φυλακή: Διακόπηκε η φυλάκισή του για λόγους υγείας. 2. (νομ.) είδος ποινής (από τρεις ημέρες έως πέντε χρόνια): Kαταδικάστηκε σε τριετή ~. || (για στρατ.): Ο στρατιώτης / ο ναύτης / ο σμηνίας τιμωρήθηκε με δεκαήμερη ~.

[λόγ. φυλακι- (φυλακίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες