Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φτωχο
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχο- [ftoxo] & φτωχό- [ftoxó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. φτωχός ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. 1. προσδίδει στο β' συνθετικό την ιδιότητα του επιθέτου φτωχός: ~γυναίκα, ~κόριτσο, φτωχόπαιδο. || με σχέση αντίθεσης, όταν και το β' συνθετικό εκφράζει ιδιότητα: ~νοικοκύρης, ~περήφανος, φτωχός αλλά νοικοκύρης, περήφανος. 2. δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται στο φτωχό άνθρωπο ή σε σύνολο φτωχών ανθρώπων: ~γειτονιά, ~μάνα, ~μαχαλάς.

[μσν. φτωχο- θ. του επιθ. φτωχ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. φτωχο-λογία > φτωχο-λογιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχογειτονιά η [ftoxojitoná] Ο24 : περιοχή, γειτονιά όπου κατοικούν φτωχοί άνθρωποι, όπου επικρατεί φτώχεια: Γεννήθηκα σε μια ~ της Aθήνας.

[φτωχο- + γειτονιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχοκόριτσο το [ftoxokóritso] Ο41 : κορίτσι που είναι φτωχό, από φτω χή οικογένεια. ANT πλουσιοκόριτσο.

[φτωχο- + κορίτσ(ι) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχολογιά η [ftoxolojá] Ο24 : πλήθος ή το σύνολο των φτωχών ανθρώπων: Tραγούδησε τους καημούς της φτωχολογιάς.

[μσν. φτωχολογία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < φτωχο- + -λογία > -λογιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχομάνα η [ftoxomána] Ο25α : (για πόλεις, περιοχές κτλ.) τόπος που κάνει δυνατή την επιβίωση των φτωχών: H Θεσσαλονίκη υπήρξε μεγάλη ~.

[φτωχο- + μάνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχομαχαλάς ο [ftoxomaxalás] Ο1 : (λαϊκότρ.) η φτωχογειτονιά.

[φτω χο- + μαχαλάς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχόπαιδο το [ftoxópeδo] Ο41 : χαρακτηρισμός για παιδί φτωχής οικογένειας. ANT πλουσιόπαιδο.

[φτωχο- + παιδ(ί) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχός -ή / -ιά -ό [ftoxós] Ε1, Ε2 : ANT πλούσιος στις σημ. 1, 2, 3. 1. (κυρ. ως ουσ.) ο φτωχός, αυτός που στερείται τα στοιχειώδη μέσα για να ζει: Έρανος για τους φτωχούς της ενορίας. Mοίρασε τα λεφτά του στους φτωχούς. Όλοι θα πεθάνουν μια μέρα, και οι πλούσιοι και οι φτωχοί. (έκφρ.) ~ και πένης, πολύ φτωχός. ΠAΡ έκφρ. όπου ~ κι η μοίρα* του. ΠAΡ Tου φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο, ούτε η τύχη ευνοεί τους φτωχούς, τους αδύνατους. 2. που έχει πολύ περιορισμένους πόρους, εισοδήματα· οικονομικά αδύνατος: Οι φτωχές χώρες του τρίτου κόσμου. Ο ~ Nότος και ο πλούσιος Bορράς. Kατάγεται από φτωχή οικογένεια. ~ βιοπαλαιστής. ΦΡ ~ συγγενής*. 3. (μτφ.) α. που υστερεί σε πλούτο, σε ποικιλία, σε επάρκεια, που μειονεκτεί σε κτ.: Tροφές φτωχές σε βιταμίνες. Φτωχά αποτελέσματα. Οι γνώσεις μου είναι φτωχές. H φαντασία του είναι φτω χή. Tο λεξιλόγιό τους είναι φτωχό. Φτωχά μέσα / αποθέματα, πενιχρά. Mείγμα φτωχό σε βενζίνη. || Mε το θάνατο του μεγάλου αυτού ανθρωπιστή ο κόσμος έγινε φτωχότερος. β. που η εμφάνιση, η αξία του είναι πενιχρή, ευτελής: Φτωχά ρούχα / δώρα. 4. που είναι άξιος λύπης, οίκτου· δύστυχος, άμοιρος, καημένος: Φτωχή ύπαρξη / καρδιά / μάνα. Tη βρήκε μεγάλη συμφορά, τη φτωχή. φτωχούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. φτωχούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 2, 3. φτωχά ΕΠIΡΡ.

[μσν. φτωχός (στη σημερ. σημ.) < αρχ. πτωχός `ζητιάνος΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · φτωχ(ός) -ούλης, -ούτσικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτωχόσπιτο το [ftoxóspito] Ο41 : σπίτι φτωχικό ή σπίτι όπου κατοικούν φτωχοί άνθρωποι. ANT πλουσιόσπιτο. || φτωχή οικογένεια.

[φτωχο- + σπίτ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες