Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτωχικός -ή -ό [ftoxikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που προσιδιάζει σε φτωχό άνθρωπο: Έκανε μια ζωή φτωχική και στερημένη. Tα ρούχα του ήταν φτωχικά αλλά πεντακάθαρα. Ψωμί, τυρί και καμιά ελιά ήταν το φτωχικό του δείπνο. || (ως ουσ.) το φτωχικό, το σπίτι φτωχού ανθρώπου, το φτωχόσπιτο. || (επέκτ.) κάθε σπίτι: Περάστε στο φτωχικό μας.
φτωχικά ΕΠIΡΡ. [αρχ. πτωχικός `ζητιάνικος΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft], κατά την εξέλ. της σημ. της λ. φτωχός]