Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτυαριά η [ftxarjá] Ο24 : 1. η καθεμιά κίνηση του φτυαριού που μετατοπίζει μια ποσότητα υλικού: Mε γρήγορες φτυαριές φόρτωσαν το αυτοκίνητο με άμμο. 2. η ποσότητα του υλικού που χωράει σε ένα φτυάρι: Mια ~ άμμος / λάσπη / κάρβουνο. 3. το χτύπημα με φτυάρι: Tου ΄δωσε μια ~ στο κεφάλι.
[φτυάρ(ι) -ιά]