Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτιασιδώνω [ftxasiδóno] -ομαι Ρ1 : (προφ., κυρ. για γυναίκα) μακιγιάρω (συχνά αρνητ. για την υπερβολή): Kυκλοφορεί πάντα φτιασιδωμένη.
[φτιασίδ(ι) -ώνω]