Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτερωτός -ή -ό [fterotós] Ε1 : 1. που έχει, που διαθέτει φτερά: Φτερωτοί άγγελοι / δράκοι. Ο Έρωτας, ο ~ θεός. || Φτερωτό καπέλο, στολισμένο με φτερά. (έκφρ.) οι φτερωτοί μας φίλοι ή ο ~ κόσμος, τα πουλιά. ο ~ ταχυδρόμος*. 2. (μτφ.) που κινείται, που τρέχει πολύ γρήγορα, σαν να πετάει: ~ δρομέας. || (ως ουσ.) η φτερωτή, τροχός που διαθέτει πτερύγια: H φτερωτή του μύλου. H φτερωτή της μηχανής του αυτοκινήτου, για την ψύξη της μηχανής. H φτερωτή του ανεμιστήρα.
[αρχ. πτερωτός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]