Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτερούγισμα το [fterújizma] Ο49 : 1. η ενέργεια του φτερουγίζω, η κίνη ση των φτερών, (η προσπάθεια για) πέταγμα: Tα πουλιά απομακρύνθηκαν με γρήγορο ~. || (επέκτ.) ο ήχος που παράγεται από την κίνηση των φτερών: Aκούστηκε ένα δυνατό ~. 2. (μτφ.) η πρώτη προσπάθεια, το πρώτο στάδιο μιας προσπάθειας, μιας απόπειρας σε σχέση με κάποια δραστηριότητα: Tο ~ ενός νέου καλλιτέχνη / ηθοποιού.
[ελνστ. πτερύγισμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r] κατά το πτερυγίζω > φτερουγίζω)]