Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φτερούγα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτερούγα η [fterúγa] Ο26 : το φτερό3 των πτηνών, το μέλος του σώματός τους που χρησιμεύει για να πετούν: Οι φτερούγες του περιστεριού. Ο αετός άνοιξε τις μεγάλες φτερούγες του.

[μσν. πτερούγα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < *πτερούγ(ι) μεγεθ. < αρχ. πτερύγιον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r] ) υποκορ. του πτέρυξ ἡ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες