Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτερουγίζω [fterujízo] Ρ2.1α & φτερουγώ [fteruγó] & -άω Ρ10.1α : 1. κουνώ τα φτερά μου για να πετάξω: Tο πουλάκι φτερουγίζει τρομαγμένο μέσα στο κλουβί του. 2. κουνώ τα φτερά μου και πετώ (διανύοντας μικρότερες ή μεγαλύτερες αποστάσεις): H καρδερίνα φτερούγιζε από κλαδί σε κλαδί. Tα σπουργίτια τρόμαξαν και φτερούγισαν μακριά. 3. (μτφ.) α. σκιρτώ (συχνά για έντονη, ξαφνική συγκίνηση που προκαλείται από φόβο, χαρά, ελπίδα κτλ.): Φτερούγισε η καρδιά του / το στήθος του. β. διανύω μια πραγματική ή φανταστική απόσταση γρήγορα, σαν να πετώ: Φτερούγισα κοντά σου. H σκέψη μου φτερούγισε κοντά της. H φαντασία του φτερουγίζει μακριά.
[αρχ. πτερυγίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r] )· μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. φτερουγισ-]