Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φτεροκοπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτεροκοπώ [fterokopó] & -άω Ρ10.1α : 1. φτερουγίζω ζωηρά, γρήγορα: Tο περιστέρι πέταξε μακριά φτεροκοπώντας. 2. (μτφ.) σκιρτώ: H καρδιά της φτεροκόπησε χαρούμενα.

[φτερ(ό) -ο- + -κοπώ (διαφ. το ελνστ. πτεροκοπῶ `κόβω τα φτερά΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες