Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φταρνίζομαι [ftarnízome] & φτερνίζομαι [fternízome] Ρ2.1β : εκπνέω αέρα από το στόμα και τη μύτη απότομα και ηχηρά, με πιάνει φτάρνισμα: Είναι κρυωμένος και φταρνίζεται συνέχεια. Όταν φταρνίζεσαι, λένε πως κάποιος σε θυμάται.
[αρχ. πτάρνυμαι, ελνστ. πτέρνομαι > μσν. *πταρνίζομαι, *πτερνίζομαι μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. πταρνυσθ- > μσν. *φταρνίζομαι, φτερνίζομαι με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]