Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φταίξιμο το [ftéksimo] Ο50 : εσφαλμένη ενέργεια ή συμπεριφορά με δυσάρεστα, αρνητικά αποτελέσματα: Δικό μου είναι το ~ και το αναγνωρίζω. Ποιο είναι το φταίξιμό μου και μου φέρεσαι τόσο άσκημα; Ρίχνω το ~ σε κπ., του αποδίδω ευθύνες, τον θεωρώ υπαίτιο, υπεύθυνο, ένοχο για κτ.
[φταιξ- (φταίω) -ιμο (πρβ. μσν. φταίσιμον)]