Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φτέρη η [ftéri] Ο30 : είδος ποώδους, πολυετούς φυτού, που φυτρώνει σε δασώδεις περιοχές. ΠAΡ Λαγός* τη ~ κούναγε / έσειε, κακό του κεφαλιού του.
[αρχ. πτέρ(ις) μεταπλ. -η με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]