Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρύδι το [fríδi] Ο44 : 1. καθεμιά από τις δύο τοξοειδείς προεξοχές του μετώπου, που βρίσκονται επάνω από την οφθαλμική κόγχη, και το τρίχωμα που τις καλύπτει: Σμιχτά / μαύρα / πυκνά / γραμμένα φρύδια. Bγάζω / τονίζω τα φρύδια μου. Σκίστηκε το ~ του και γέμισε αίματα το πρόσωπό του. Kοίταξε γύρω υπεροπτικά σηκώνοντας το δεξί του ~. 2. (μτφ.) α. η γραμμή που συνδέει τις κορυφές ενός βουνού, ενός ορεινού συγκροτήματος, κορυφογραμμή. β. το χείλος τάφρου, γκρεμού, απότομου βράχου κτλ.: Ο δρόμος ήταν χαραγμένος στο ~ του τεράστιου βράχου.
[μσν. φρύδι < ελνστ. ὀφρύδιον υποκορ. του αρχ. ὀφρῦς ἡ με αποφυγή της χασμ. και αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο]