Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρυγανίζω [friγanízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω το ψωμί φρυγανιά.
[ελνστ. φρυγανίζω `μαζεύω φρύγανα΄ (η σημ.: `ψήνω με φρύγανα΄ ίσως μσν.)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ελνστ. φρυγανίζω `μαζεύω φρύγανα΄ (η σημ.: `ψήνω με φρύγανα΄ ίσως μσν.)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |