Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρούρηση η [frúrisi] Ο33 : η ενέργεια του φρουρώ, η φύλαξη, η επιτήρη ση χώρου, προσώπου κτλ.: Ειδικές αστυνομικές δυνάμεις ανέλαβαν τη ~ των αεροδρομίων.
[λόγ. < ελνστ. φρούρη(σις) -ση]