Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρουρώ [fruró] -ούμαι Ρ10.9 : 1. αναλαμβάνω τη φύλαξη, την ασφάλεια ενός χώρου, κτιρίου, ανθρώπου κτλ.: ~ τα σύνορα / το λιμάνι / το αεροδρόμιο. Tο κτίριο της πρεσβείας / το στρατόπεδο φρουρείται. 2. εκτελώ υπηρεσία ως φρουρός, φυλάω σκοπός. 3. φυλάγω, επιτηρώ κπ. για να μη διαφύγει: Ο κρατούμενος φρουρείται αυστηρά.
[λόγ. < αρχ. φρουρῶ]