Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρουρός ο [frurós] Ο17 : 1. αυτός (κυρ. στρατιώτης ή αστυνομικός) στον οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξη, η ασφάλεια κάποιου χώρου, προσώπου κτλ.: Οι φρουροί των συνόρων. Οι προσωπικοί φρουροί του αυτοκράτο ρα. 2. αυτός (στρατιώτης, ναύτης, σμηνίας) που εκτελεί υπηρεσία φύλαξης· σκοπός: Οι φρουροί εναλλάσσονται κάθε δύο ώρες. 3. (μτφ.) καθένας που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη φύλαξης, προάσπισης: Στις δημοκρατίες ο λαός / οι πολίτες είναι ο ~ του πολιτεύματος.
[λόγ. < αρχ. φρουρός]