Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρουρά η [frurá] Ο24 : 1. ομάδα ένοπλων (στρατιωτών), στην οποία έχει ανατεθεί η φύλαξη θέσεων, χώρων, προσώπων κτλ.: ~ στρατοπέδου / φυλακών / εκλογικού κέντρου / πρωθυπουργού. Προεδρική / τιμητική / ανακτορική ~. ΦΡ η παλιά ~, η παλαιότερη γενιά, οι παλαιότεροι: H παλιά ~ των πολιτικών αποσύρεται σιγά σιγά από το προσκήνιο. αλλαγή φρουράς, η εναλλαγή, η αντικατάσταση κυρίως των παλαιότερων από τους νεότερους. 2. το σύνολο των στρατευμάτων που εδρεύουν σε μια πόλη: ~ Θεσσαλονίκης / Aθηνών.
[λόγ. < αρχ. φρουρά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρουραρχείο το [frurarxío] Ο39 : δημόσιο κτίριο όπου στεγάζεται ο φρούραρχος και οι υπηρεσίες του.
[λόγ. φρούραρχ(ος) -είον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φρούραρχος ο [frúrarxos] Ο20α : ανώτερος αξιωματικός, διοικητής φρουράς.
[λόγ. < αρχ. φρούραρχος]