Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φροντιστής ο [frondistís] Ο7 : αυτός που φροντίζει, που διαχειρίζεται κτ. 1α. υπάλληλος που ασχολείται με τη φύλαξη και με τη διαχείριση των (κινητών) πραγμάτων και σκευών κυρίως του θεάτρου. β. (στρατ.) ειδικότητα αξιωματικού ή υπαξιωματικού που ασχολείται με τη διαχείριση του στρατιωτικού υλικού: ~ πεζικού / τεθωρακισμένων. 2. διευθυντής, ιδιοκτήτης ή καθηγητής φροντιστηρίουI1.
[λόγ.: 1: ελνστ. φροντιστής `διαχειριστής οίκου΄, αρχ. σημ.: `βαθυστόχαστος΄· 2: κατά τη σημ. της λ. φροντιστήριοΙ1]